- φέγγω
- ΝΜΑ1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ' στο σπίτι», Παλαμ.β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.)2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ λαμπτὴρ φεγγέτω», Αιν. Τακτ.)νεοελλ.1. φεγγαρίζω2. (στο γ' εν. ως απρόσ.) φέγγειξημερώνει («θα φύγω πριν φέξει»)3. φρ. α) «τού 'φεξε» — τού συνέβη απροσδόκητα κάτι καλόβ) «έφεξε από την πείνα [ή την αρρώστεια]» — αδυνάτισε πάρα πολύ από την πείνα [ή την αρρώστεια]γ) «φέξε μου και γλίστρησα»ειρων. λέγεται σε περιπτώσεις που βοήθεια ή πληροφορία ή συμβουλή δίνεται πολύ αργά, όταν πλέον είναι ανώφελη.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φέγγω / φέγγομαι απαντά παρλλ. προς το ουδ. φέγγος, δεν είναι, όμως, δυνατόν να θεωρηθεί μετονοματικό παρ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το φέγγος, πρβλ. σθένω: σθένος (για ετυμολ. βλ. λ. φέγγος)].
Dictionary of Greek. 2013.